- ἐξήλυσις
- ἐξ-ήλυσις, ἡ, der Ausgang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εξήλυσις — ἐξήλυσις, η (Α) [ἡλυσις] έξοδος, διέξοδος («οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῡ ἄστεος», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἐξήλυσις — way out fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήλυσιν — ἐξήλυσις way out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)